αναβάδην — ἀναβάδην επίρρ. (Α) [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά 2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά … Dictionary of Greek
απογυναικώ — ἀπογυναικῶ ( όω) (Μ) εκθηλύνω, καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή … Dictionary of Greek
αποθηλύνω — ἀποθηλύνω (Α) 1. εκθηλύνω κάποιον, τον καθιστώ θηλυπρεπή 2. εξασθενίζω, μετριάζω 3. παράγω φυτά με θηλυκά άνθη … Dictionary of Greek
εκθηλύνω — (AM ἐκθηλύνω) 1. (για άντρα) καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή 2. εκθηλύνομαι αποκτώ συμπεριφορά και διαγωγή γυναίκας αρχ. 1. κάνω κάποιον ασθενικό, χαύνο 2. γραμμ. μετατρέπω σε θηλυκό γένος («Ἴωνες... τὰς ἀγέλας ἐκθηλύνουσι... τὰς ἵππους καὶ τὰς ὄνους… … Dictionary of Greek
ενθηλυπαθώ — ἐνθηλυπαθῶ, έω (Α) [θηλυπαθώ] κατέχομαι, είμαι έκδοτος σε θηλυπρεπή πάθη, φέρομαι θηλυπρεπώς … Dictionary of Greek
εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… … Dictionary of Greek
θηλυδριώδης — θηλυδριώδης, ες (Α) [θηλυδρίας] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε θηλυδρία, σε θηλυπρεπή. επίρρ... θηλυδριωδῶς (Α) με τρόπο θηλυδριώδη … Dictionary of Greek
θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… … Dictionary of Greek
θηλύνω — (Α) [θήλυς] 1. κάνω κάποιον θηλυπρεπή 2. ησυχάζω 3. γίνομαι μαλακός 4. είμαι φιλάρεσκος 5. γίνομαι κίναιδος 6. φρ. «οὔπω ἐθηλύνθης» δεν έδειξες ακόμη σημεία υποχώρησης … Dictionary of Greek
κλασαυχενεύομαι — (Α) (για τον γιο τού Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι*, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλασ αυχενεύομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ ω, αόρ. ἔ… … Dictionary of Greek